- σκλήρωση
- η / σκλήρωσις, -ώσεως, ΝΑ [σκληρῶ]η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο, σκλήρυνση («κασσιτέρου σκλήρωσις», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει σκλήρωση, σκληρυντικός 2. ιατρ. αυτός που πάσχει από σκλήρυνση οργάνου ή ιστού 3. φρ. «σκληρωτικά οστάρια» βιολ. α) δακτύλιος από μικρά οστά γύρω από τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμού τών πτηνών β) δακτύλιος από μικρά… … Dictionary of Greek
φλεβοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. σκλήρωση τού τοιχώματος τών φλεβών από αντικατάσταση, συνήθως, τών στοιχείων τού μέσου χιτώνα με συνδετικό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebosclerosis < φλέβα + σκλήρωση] … Dictionary of Greek
νεφροσκλήρωση — και νεφροσκλήρυνση, η ιατρ. όρος για την αρτηριοσκλήρωση τών νεφρών, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει το ανατομικό υπόστρωμα τής κακοήθους υπέρτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrosclerosis (< νεφρ[ο] * + σκλήρωση /… … Dictionary of Greek
παραξηραίνω — Μ 1. κάνω κάτι να ξηρανθεί 2. (το παθ.) παραξηραίνομαι υφίσταμαι μερική ξήρανση, μερική σκλήρωση («ἀτροφεῑ τὸ ἰσχίον καὶ παραξηραίνεται». Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek
σκληρογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. ιατρ. αυτός που δημιουργεί σκλήρωση («η αλκοολική ηπατίτιδα είναι σκληρογόνα») 2. φρ. «σκληρογόνος μέθοδος» ιατρ. τεχνητή δημιουργία ινώδους ιστού για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerogen… … Dictionary of Greek
τυμπανοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. επιπλοκή τής χρόνιας ωτίτιδας, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό υαλοειδούς, ασβεστοποιητικού ιστού, ο οποίος διηθεί το τύμπανο και τα ακουστικά οστάρια, προκαλώντας βαρηκοΐα τύπου αγωγής, αλλ. τυμπανοσκλήρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
ψευδοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. κλινική παραλλαγή τής νόσου τού Γουίλσον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + σκλήρωση. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pseudosclerosis] … Dictionary of Greek
ωτοσκλήρωση — και ωτοσκλήρυνση, η, Ν ιατρ. συμμετρική πάθηση τής οστέινης κάψας τών αφτιών, με οστεοσκληρωτικές εστίες και, συχνά, εκφυλιστικές αλλοιώσεις τού οργάνου τής ακοής, αλλ. ωτοσπογγίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otosclerose (< οὖς*,… … Dictionary of Greek